Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βρίσκομαι στο

  • 1 лежать

    лежать 1) πλαγιάζω, ξαπλώνω 2) (находиться) βρίσκομαι· \лежать в больнице βρίσκομαι στο νοσοκομείο· где лежат мой вещи? πού βρίσκονται τα πράγματα μου;
    * * *
    1) πλαγιάζω, ξαπλώνω
    2) ( находиться) βρίσκομαι

    лежа́ть в больни́це — βρίσκομαι στο νοσοκομείο

    где лежа́т мои́ ве́щи? — πού βρίσκονται τα πράγματά μου

    Русско-греческий словарь > лежать

  • 2 руль

    руль м το τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν (автомашины)' править рулём κρατώ το τιμόνι; сидеть за рулём (автомашины) βρίσκομαι στο βολάν
    * * *
    м
    το τιμόνι, το πηδάλιο; το βολάν ( автомашины)

    пра́вить рулём — κρατώ το τιμόνι

    Русско-греческий словарь > руль

  • 3 бывать

    ρ.δ.
    1. είμαι, υπάρχω, υφίσταμαι•

    всегда так будет, как -ло πάντοτε έτσι θα είναι, όπως ήταν.

    2. συμβαίνω, γίνομαι, λαβαίνω χώρα•

    таких вещей не -ют τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν.

    3. βρίσκομαι, είμαι•

    вечером я всегда -ю дома τα βράδια πάντοτε βρίσκομαι στο σπίτι.

    4. (συνδετικό ρήμα στο περιφραστικό κατηγόρημα)•

    -ет жаль, что...είναι κρίμα ότι...

    5. επισκέπτομαι• συχνάζω•

    он у нас часто -ет αυτός συχνά μας επισκέπτεται.

    (απρόσ.) συμβαίνει.
    εκφρ.
    как не -ло – σα να μην ήταν ή υπήρχε (εξαφανίστηκε τελείως, έγινε άφαντος)•
    как йи в чем не -ло – σα να μη συνέβαινε τίποτε•
    ничего не -лоπαλ. βλ. στη λ. ничуть.

    Большой русско-греческий словарь > бывать

  • 4 лежать

    леж||а́ть
    несов
    1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:
    \лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·
    2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:
    город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·
    3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):
    <§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση.

    Русско-новогреческий словарь > лежать

  • 5 ύψος

    τό
    1) высота; вышина;

    ύψος πυραμίδας (δρους) — высота пирамиды (горы);

    ύψος πτήσης — высота полёта;

    τα ορεινά ύψη горные высоты, вершины;

    από το ύψος — с высоты;

    στα ΰψη в вышине;

    ύψους είκοσι μέτρων — высотой в двадцать метров;

    2) рост (человека);

    δεν ταιριάζει στο ύψ (μου) — не (подходит) по росту;

    3) высота (тж. перен.); уровень;

    στο ύψος των ώμων (των οφθαλμών) — на уровне (на высоте) плеч (глаз);

    από τού ύψους της καθηγητικής έδρας μου... — с высоты своей профессорской кафедры...;

    είμαι ( — или στέκομαι, βρίσκομαι) στο ύψος της θέσεως — быть (оказаться) на высоте положения;

    4) возвышенность (мыслей, чувств);

    ηθικόν ύψος — высокий моральный уровень;

    ύψος λόγου — величие слова;

    5) вершина, верх, предел, зенит;

    ύψος αμαθείας' (αναίδειας) — верх невежества (нахальства);

    6) астр. высота;
    7) муз. высота (звука);

    ύψος της φωνής — высота тона;

    8) (чаще рел) небеса;

    απ' τα ύψη — или εξ ύψους — с неба; — свыше;

    αναμένει την εξ ύψους βοήθεια — он ждёт помощи от бога;

    § καταχτώ τα ΰψη овладевать высотами (искусства, науки и т. п.);

    ή τού ύψου(ς) ή τού βάθου(ς) — либо пан, либо пропал

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύψος

  • 6 гибель

    θ.
    καταστροφή, θάνατος, χαμός, όλεθρος• απώλεια•

    гибель помпеи η καταστροφή της Πομπηίας•

    гибель самолета συντριβή του αεροπλάνου•

    гибель корабля συντριβή (βύθιση) πλοίου, το ναυάγιο•

    гибель надежи απώλεια των ελπίδων•

    идти на верную гибель βαδίζω προς σίγουρο θάνατο, πηγαίνω πατά χαμό•

    найти свою гибель βρίσκω το θάνατο μου•

    трагическая гибель τραγικός θάνατος•

    обречь на гибель καταδικάζω στην καταστροφή (στο χαμό).

    (απλ.) πλήθος•

    народу гибель будет θα είναι πλήθος λαού (ανθρωποθάλασσα)•

    гибель комаров στίφος κουνουπιών•

    гибель денег χρήμα (παράς) μέ ουρά.

    εκφρ.
    быть ή находиться на краю гибели – είμαι, βρίσκομαι στο χείλος της αβύσσου (της καταστροφής), στην άκρη στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > гибель

  • 7 шеренга

    θ.
    1. (στρατ.) ο ζυγός.
    2. σειρά αντικειμένων παραστεκομένων.
    εκφρ.
    быть (находиться, стоять) в одной -е с кем – είμαι (βρίσκομαι, στέκομαι) μαζί με κάποιον σεμια υπόθεση (συμμετέχω)• βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο με κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > шеренга

  • 8 πλευρό(ν)

    τό
    1) ребро; 2) бок (человека, животного);

    μου πονάει το πλευρό(ν) — или πονώ στο πλευρό(ν) — у меня болит бок;

    3) бок, сторона;
    4) фланг, крыло;

    § στέκομαι ( — или βρίσκομαι) στο πλευρό(ν) κάποιου — или ίσταμαι παρά το πλευρό(ν) τίνος — а) стоять бок о бок; — б) быгь на стороне кого-л.; — поддерживать кого-л.;

    σπάζω τα πλευρά σε κάποιον намять бока кому-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλευρό(ν)

  • 9 πλευρό(ν)

    τό
    1) ребро; 2) бок (человека, животного);

    μου πονάει το πλευρό(ν) — или πονώ στο πλευρό(ν) — у меня болит бок;

    3) бок, сторона;
    4) фланг, крыло;

    § στέκομαι ( — или βρίσκομαι) στο πλευρό(ν) κάποιου — или ίσταμαι παρά το πλευρό(ν) τίνος — а) стоять бок о бок; — б) быгь на стороне кого-л.; — поддерживать кого-л.;

    σπάζω τα πλευρά σε κάποιον намять бока кому-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πλευρό(ν)

  • 10 улица

    θ.
    1. οδός (μεταξύ κτιρίων)•

    ленина οδός Λένιν•

    глухая улица ερημική οδός•

    улица колокотрониса οδός Κολοκοτρώνη.

    2. το έξω, ο ανοιχτός χώρος (ο εκτός οικοδομής χώρος)•

    на -е было темно έξω ήταν σκοτάδι•

    мальчик вышел на -у το παιδάκι βγήκε έξω (στο δρόμο)•

    он только что пришл с улицы αυτός μόλις ήρθε απ έξω.

    3. μτφ. περιβάλλον κακής διαπαιδαγώγησης, δρόμος•

    дети -ы παιδιά του δρόμου•

    девочка с -ы κορίτσι του δρόμου.

    || παλ. πλήθος μικροαστών, μικροσυμφεροντο-λόγων.
    εκφρ.
    на -е быть (оказаться, очутить(ся) – είμαι βρίσκομαι στο δρόμο (είμαι άστεγος, στερούμαι των μέσων ζωής)•
    с -ы – ο τυχών, τυχάρπαστος.

    Большой русско-греческий словарь > улица

  • 11 аз

    аз
    м:
    ни \аза не знать разг δέν σκαμπάζω γρύ, ἔχω μεσάνυχτα; начинать с \азов ἀρχίζω ἀπό τό ἄλφα (или ἀπό τήν ἀρχή); твердить \азώ βρίσκομαι στό ἄλφα.

    Русско-новогреческий словарь > аз

  • 12 вообще

    вообще
    нареч
    1. (в общем) γενικά, ἐν γένει, γενικώς:
    \вообще это верно γενικά εἶναι σωστό·
    2. (всегда) πάντοτε, πάντα/ συνήθως, κατά τό σύνηθες (обыкновенно):
    \вообще я в это время бываю до́ма συνήθως αὐτή τήν ὠρα βρίσκομαι στό σπίτι· он\вообще такой странный αὐτός εἶναι πάντα ἔτσι παράξενος· ◊ \вообще говоря μιλώντας γενικά, ἐν γένει.

    Русско-новогреческий словарь > вообще

  • 13 лагерь

    лагер||ь
    м
    1. воен. τό στρατόπεδο[ν] (тж. перен), ὁ καταυλισμός· \лагерь мира τό στρατόπεδο τής ἐΙρήνης· стоять, располагаться \лагерьем εἶμαι στρατοπεδευμένος, κατασκηνώνω, καταυλίζομαι· сниматься с \лагерья διαλύω τό στρατόπεδο· находиться во вражеском \лагерье прям., перен βρίσκομαι στό ἐχθρικό στρατόπεδο·
    2. (пионерский, туристический) ἡ κατασκήνωση [-ις]:
    пионерский \лагерь ἡ κατασκήνωση τῶν πιονέρων, ἡ πιονιέρικη κατασκήνωσή
    3. (концентрационный) τό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

    Русско-новогреческий словарь > лагерь

  • 14 επίπεδο(ν)

    τό
    1) плоскость;

    σε διαφορετικά επίπεδα — в разных плоскостях;

    2) перен. уровень, ступень;

    βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο(ν) με... — быть на одном уровне с...;

    βιοτικό επίπεδο(ν) — жизненный уровень;

    επί υψηλού επίπέδου — на высоком уровне;

    επί ανωτάτου επίπέδου — в верхах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίπεδο(ν)

  • 15 επίπεδο(ν)

    τό
    1) плоскость;

    σε διαφορετικά επίπεδα — в разных плоскостях;

    2) перен. уровень, ступень;

    βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο(ν) με... — быть на одном уровне с...;

    βιοτικό επίπεδο(ν) — жизненный уровень;

    επί υψηλού επίπέδου — на высоком уровне;

    επί ανωτάτου επίπέδου — в верхах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επίπεδο(ν)

  • 16 πόστο

    τό
    1) пост, должность, место;

    έχει μεγάλο πόστο — у него высокая должность;

    κρατώ πόστο — занимать важный пост;

    2) воен., перен. пост;

    βρίσκομαι στο πόστο μου — стоять (на своём) посту;

    έπιασε όλα τα πόστα — он занял все ключевые позиции

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόστο

  • 17 στοιχείον

    τό
    1) в разя. знач элемент;

    απαραίτητο στοιχείον — необходимый элемент; — предпосылка;

    συστατικό στοιχείον — компонент;

    στοιχείον επιτυχίας (προόδου) — элемент, фактор успеха (прогресса);

    προοδευτικά στοιχεία — прогрессивные элементы;

    εχθρικά στοιχεία — враждебные элементы;

    2) (чаще πλ.) элементы, начала, основы;

    στοιχεία μαρξισμού-λενινισμού (μαθηματικών) — основы марксизма-ленинизма (математики);

    3) (чаще πλ.) данные;

    σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία — по последним данным;

    στοιχεία βολής — данные для стрельбы;

    4) прям., перен. филос, стихия;

    τα στοιχεία της φύσης — силы природы;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) στο στοιχείον μου — быть в своей стихии;

    5) полигр, буква, литера; шрифт;

    κυρτό στοιχείον — курсивный шрифт;

    τυπογραφικά στοιχεία — типографские литеры;

    6) воен, расчёт (орудийный и т. п.); подразделение, часть;

    στοιχείον πεζικού. — пехотное подразделение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στοιχείον

  • 18 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 19 сидеть

    сижу, сидишь.
    επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.
    1. κάθομαι•

    сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•

    сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•

    сидеть снова ξανακάθομαι•

    сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.

    || είμαι, υπάρχω•

    над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.

    2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•

    сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•

    сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•

    сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•

    сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•

    я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.

    || βρίσκομαι, (παρά)μένω•

    я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•

    я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•

    сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,

    3. είμαι, διατελώ•

    сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•

    сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•

    сидеть на диете κάνω δίαιτα.

    || καταλήγω•

    сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•

    сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.

    4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).
    5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.
    εκφρ.
    сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•
    сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•
    сидеть сиднемβλ. στη λ. сидень.
    θέλω ή μπορώ να κάθομαι•

    ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.

    Большой русско-греческий словарь > сидеть

  • 20 стоять

    стою, стоишь, προστκ. стой.
    επιρ. μτχ. стоя
    ρ.δ.
    1. στέκομαι ορθός•

    стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•

    стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.

    || στηρίζομαι•

    стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•

    -на коленях στέκομαι στα γόνατα•

    стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•

    стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•

    стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•

    волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.

    2. εκτελώ κάτι όρθιος•

    стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•

    стоять на посту στέκομαι στο πόστο•

    -в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•

    стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.

    3. καταλύω, σταθμεύω•

    стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;

    4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•

    стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.

    || αμύνομαι, κρατώ γερά•

    насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.

    || μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•

    стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•

    стоять за народ υπερασπίζω το λαό,

    μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.
    5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.
    6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•

    лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•

    печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.

    7. ορθώνομαι εγείρομαι•

    перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).

    8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•

    у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.

    || κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•

    дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•

    государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.

    || υπάρχω, είμαι•

    на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.

    10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•

    вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•

    время не -ит ο χρόνος κυλάει•

    работа -ит η δουλειά σταματά.

    11. είμαι (για κατάσταση)•

    -ит жара είναι ζέστη•

    комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•

    -ит тишина είναι ησυχία•

    погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•

    -ял полдень ήταν μεσημέρι•

    -ло лето ήταν καλοκαίρι•

    -ла ночь ήταν νύχτα.

    || δείχνω•

    барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.

    12. διατηρούμαι, κρατώ•

    варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.

    13. δε λειτουργώ•

    часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).

    || μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•

    работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.

    14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.
    εκφρ.
    стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•
    стоять за спиной; стоять за кем:
    α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.
    β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•
    стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•
    стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•
    стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•
    стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•
    стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•
    стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•
    стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•
    стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).

    Большой русско-греческий словарь > стоять

См. также в других словарях:

  • μεσουρανώ — (ΑM μεσουρανῶ, έω) (για ουράνια σώματα) βρίσκομαι στο μέσο τού ουρανού, διέρχομαι από τον μεσημβρινό ενός τόπου, είμαι στο κατακόρυφο σημείο («οἷον ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα ἀνίσχοντα καὶ δύνοντα μείζω φαίνεται ἢ μεσουρανοῡντα», Αριστοτ.) νεοελλ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν …   Dictionary of Greek

  • μεσολαβώ — (ΑM μεσολαβῶ, έω) βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τούς συμβίβασα») 2. κάνω ενέργειες σε κάποιον… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • συντελώ — συντελῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντελώ Α 1. συμβάλλω, συντείνω, συνεργώ στο να γίνει κάτι, υποβοηθώ (α. «η ανεργία συντελεί στην αύξηση τής εγκληματικότητας» β. «λοιπῶν δὲ περὶ τῶν εἰς τὴν γένεσιν συντελούντων μορίων εἰπεῑν», Αριστοτ.) 2. (το… …   Dictionary of Greek

  • μεσουρανώ — μεσουράνησα 1. (για αστέρια), βρίσκομαι στη μέση του ουρανού: Ο ήλιος μεσουρανούσε και έκανε πολλή ζέστη. 2. μτφ., βρίσκομαι στο αποκορύφωμα της ακμής, της δράσης, της δόξας: Η τραγουδίστρια αυτή μεσουρανούσε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επιμεσώ — ἐπιμεσῶ, όω (Α) είμαι, βρίσκομαι στο μέσο («ἐπιμεσούσης τῆς ἡμέρας», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μεσώ «είμαι στο μέσο»] …   Dictionary of Greek

  • εσχατεύω — ἐσχατεύω (Α) [έσχατος] 1. ευρίσκομαι, είμαι στο άκρο («τὰ ἐσχατεύοντα τῶν δένδρων» τα άκρα, οι κλώνοι τών δέντρων, Θεόφρ.) 2. βρίσκομαι στο άκρο ενός τόπου («ἐσχατεύουσα τῆς Ἀρκαδίας», Πολ.) 3. είμαι ο λεπτότερος ή ο χαμηλότερος («ἐσχατεύω τῶν… …   Dictionary of Greek

  • εσχατώ — ἐσχατῶ, άω (Α) [έσχατος] 1. μένω τελευταίος 2. (για τόπο) είμαι, βρίσκομαι στο άκρο 3. φθάνω στο τέλος («κούρη ἀπ ὠδίνων τεχθήσεται ἐσχατόωσα», Μαν.) 4. φρ. α) «ἀφ ἑσπέρου ἐσχατόωντος» από την απωτάτη δύση (Καλλ.) β) «κάρηνον ἐσχατόων» το τμήμα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»